- ειραφιωτης
- εἰραφιώτηςεἰρᾰφιώτης-ου adj. m предполож. [ῥάπτω] зашитый - подраз. в бедро Зевса (эпитет Вакха) HH.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Εἰραφιώτης — Fr.anon. masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰραφιῶτα — Εἰραφιώτης Fr.anon. masc voc sg Εἰραφιώτης Fr.anon. masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰραφιώτην — Εἰραφιώτης Fr.anon. masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εἰραφιώτῃ — Εἰραφιώτης Fr.anon. masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκευοφοριώτης — ὁ, Α κωμικός τ. τού σκευοφόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκευοφόρος, κατά το εἰραφιώτης, επίθ. τού Διονύσου] … Dictionary of Greek